κροῦμα — beat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούμαθ' — κρού̱ματα , κροῦμα beat neut nom/voc/acc pl κρού̱ματι , κροῦμα beat neut dat sg κρού̱ματε , κροῦμα beat neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουμάτιον — κρουμάτιον, τὸ (Α) [κρούμα] μουσικό μοτίβο … Dictionary of Greek
κρουματικός — κρουματικός, ή, όν (Α) [κρούμα] 1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου 2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου β) «λέξεις κρουματικαί» ο ήχος έγχορδου οργάνου… … Dictionary of Greek
κρουματογραφία — κρουματογραφία, ἡ (Μ) η εκτέλεση μουσικού κομματιού σε κρουστό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροῦμα «νότα» + γραφία (< γράφος < γράφω)] … Dictionary of Greek
κρουματοποιός — κρουματοποιός, ὁ (Α) μουσικός ή μουσικοσυνθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροῦμα + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κρούσμα — το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) [κρούω] νεοελλ. 1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας») 2. καθεμιά από τις παραβάσεις τού… … Dictionary of Greek
τερέτισμα — το, ΝΑ [τερετίζω] 1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό 2. απομίμηση τής φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού νεοελλ. σιγανό τραγούδι αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα «τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» β) «ᾠδὴ… … Dictionary of Greek
ՏՐՈՀ — (ի, ից.) NBH 2 0898 Chronological Sequence: Unknown date գ. Բաժանումն. որոշումն. մանաւանդ ʼի նուագս եւ ʼի նուագարանս. որպէս յն. κρούμα pulsus եւ modi musici, sonus *Ո՞վ է տրոհիցն առ երգս բարի բաշխօղն, զարժանիսն բաշխելով. եւ որո՞յ են (այն) օրէնք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κρουμάτων — κροῡμάτων , κροῦμα beat neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)